25 Μαΐου 2015

26/3/2015

Ἂν δὲν ἔχεις τὰ κότσια νὰ σταθεῖς μπροστὰ Στῆς Αἰωνιότητας Τὴ Πόρτα, τότε νὰ μὴν ἀναρωτιέσαι γιατί οἱ πόρτες σου, σοῦ κλείνουνε στὴ γῆ ἀπὸ μέρα σὲ μέρα καὶ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, στῆς Αἰωνιότητος Τὴν Τελευταία Εὐκαιρία ποὺ περίμενες αἰῶνες καὶ χιλιετηρίδες Ἐποχῶν διὰ πολλοὺς , καὶ συγκεκριμένους, καὶ σὺ ἀντὶ νὰ ἀδράξεις τὴν εὐκαιρία, ὑπῆρξες ἕνας χαμαιλέοντας τῶν χρωμάτων τῶν ἐγώ σου, σὲ περιορισμένο δυστυχῶς εὖρος, ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδὶ τοῦ «πετάγματός» σου.
Θέλεις νὰ σκαρφαλώσεις ἀλλὰ δὲν δύνασαι, θέλεις νὰ εἶσαι ἀλλὰ δὲν μπορεῖς.
Καὶ Αὐτὲς εἶναι οἱ συνιστῶσες δικῆς σου ζωῆς στὴ μετὰ τοῦ θανάτου σου τοῦ πρώτου τῆς ἐκεῖ μεταθανάτιας “νέας” ζωῆς σου τὴν ὥρα, ἐκεῖ ὅπου Αἱ Ἐρινύες δὲν σᾶς ἀφήνουν βῆμα καὶ ἔχει καὶ “παραπάνω”, ἀλλὰ καὶ “παρακάτω”, ἀνάλογα μὲ τὸ ποιὸν τοῦ κάθε ἑνὸς, στῶν ἀρωμάτων του τὰ ὅρια, ἔναντι τῆς αὔρας τοῦ κάθε σώματός του, γιὰ τὸν κάθε ἕναν σας.
Ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ ἀνάλογα καὶ ἔναντι τῶν συμβολαίων ποῦ εἴχαμε ὑπογράψει ὅταν ἐνσαρκωθήκαμε.
Δὲν τίμησα ἀπὸ πλευρᾶς μου ὅλα τά συμβόλαιά μου, καὶ τὰ κεραμίδια τὰ πλήρωσα ὅταν ἤμουν στὴ γῆ τῆς ἀπαξίωσης καὶ τῆς ὀρφάνιας, στὴν ἐκτίμηση ἀπέναντι ὅλων, ποὺ ὅταν εἶχα τὰ μέσα, τούς ἔπαιζα στὰ δάχτυλα καὶ τοὺς ἔκανα “manipuler” ἀνάλογα μὲ τὰ δικά μου θέλω, πιὸ εὔκολα τὶς γυναῖκες καὶ πιὸ ἀποδοτικά τούς ἄνδρες, ἐκ τῶν ὁποίων ἀπομυζοῦσα ἀργότερα, μέσῳ τῆς ἐμπιστοσύνης τους καί τὸ ἐσωτερικό τῶν πορτοφολιῶν τους, ἐνῷ στὶς γυναῖκες ἀναζητοῦσα “ἄλλα” πράγματα καταλαβαίνετε “τί” ἐννοῶ.
Βέβαια ὑπῆρχαν καὶ “ὁρισμένες” ποὺ μὲ μαδήσανε [καί μέ τό παραπάνω] καί στὴν κυριολεξία, κυρίως ἀπέναντι στὰ ὄνειρά μου, καὶ ἀπέναντι στὴν ἐμπιστοσύνη, ποὺ ἀπὸ ἀνάγκη δικῆς μου ἀνδρικῆς ἐπιβεβαίωσης, τοὺς ἔδειχνα, ἀλλὰ ἐκεῖνες, μὲ ἄλλους τρόπους μαδήσανε τὴν ἀξιοπρέπειά μου.
Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανα καὶ ἐγὼ ; Τὸ ἴδιο, μὲ ἄλλο νόμισμα ἡ ζωή, μοῦ τό ἔφερε.
Ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὴ ζωή, ἔμαθα τί σημαίνει “Συγχρονισμὸς Πεπρωμένου ἀνὰ Διάσελο Τῆς Εἱμαρμένης ” ὅταν εἶδα στὰ φὶλμ τῆς ζωῆς μου, ὡς ἐνσάρκωση τοὺς θεμιτοὺς καὶ ἀθέμιτους συγχρονισμοὺς, στοὺς ὁποίους ἤμουν, ἢ καί ὁ παραγωγός, ἢ καί ὁ σκηνοθέτης, ἢ καί ὁ πρῶτος ἢ καί ὁ δεύτερός των, σάν πρωταγωνιστὴς, ἢ καὶ σάν κομπάρσος τους.
Ὅμως εἶδα καὶ πολλὲς εὐκαιρίες, ποὺ τὶς ἔχασα, καί στὶς ὁποῖες Ὁ Θεός, μοῦ Εἶχε Στείλει Ἐν Τῇ Δικῇ Τοῦ Φιλευσπλαχνίᾳ, διὰ τὴ κάθε εὐκαιρία ποὺ θὰ μποροῦσα, ἔστω ἀπὸ τὸ “ἄλφα”, νὰ πάω στὸ “βῆτα”, χωρὶς νὰ μοῦ στερεῖ ἂν τολμοῦσα νὰ ἀκολουθήσω τὴν ἀτραπὸ τῆς ὁδοῦ μου, “Τήν Τελευταία Εὐκαιρία” μου, εἰς τὸ νὰ ἔχω καὶ τὸ “ὠμέγα” διαθέσιμο, ὡς πρόσβαση. Ἔτσι ἔχασα τοῦ ἀγροῦ μου τὴ σπορά, ἀπὸ σφετεριστῆ τοῦ δικοῦ μου ἀγροῦ, ποῦ μὲ τὸ δίκιο του μὲ ἐποφθαλμιοῦσε, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ πλευρᾶς μου, οὔτε τσίπα στὸ θέμα ἀρχῶν δὲν εἶχα ἔναντί του.
Ὁ Θεὸς ὅμως, μὲ Ἀξίωσε, ὅσο καὶ ἂν δὲν συνάντησα τὸν υἱὸ, ποὺ κάποτε, τοῦ ἀρνήθηκα τὴ ζωὴ [νὰ τὴν ἔχει καὶ νὰ τὴν ζεῖ, στὸ εὖρος τῶν Ἀνθώνων του], νὰ ἔχω παράσπονδῃς “Ὁδοῦ Θυσίας Τό Ἂρρωμα” καὶ νὰ γνωρίσω ἔστω παράσπονδα, μέσῳ ἀρωγῆς καὶ εὐδοκίμησης ἐμπιστοσύνης ἔναντι ἐμοῦ, [ἐνῷ ἐγὼ, ὡς ζῶν ἐκεῖ δὲν τὴν συνάντησα], ἐκείνη ποὺ ἦταν καὶ σύζυγος τοῦ παιδιοῦ μου, ποὺ κάποτε τοῦ ἀρνήθηκα τὴν τιμή μου καὶ ἐγώ.
Θὰ μοῦ πεῖτε “αὐτὸς ὁ ἐλλιπὴς συγχρονισμὸς τί θὰ σὲ ὠφελοῦσε ἀφοῦ τὸν ἔχασες ;”, καὶ θὰ σᾶς ἀπαντήσω, ὅτι δὲν ἔχει ἡλικία ἡ μετάνοια, ἂν μπορέσεις ἔναντι Τοῦ ΕΝΟΣ μόνο, νὰ Τοῦ τὴν προσφέρεις, καὶ ὄχι, ὡς τῶν ἐγώ σου τὰ χάλια δείχνουν, μερικὲς φορὲς μὲ θεατρικὸ βερμπαλισμὸ, ὅτι ἐσὺ συγχωρεῖς τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ τοὺς ἔχεις ἀνάγκη στὸ νὰ σὲ θαυμάζουν, ἀλλὰ, ποτὲ ἐπειδὴ ἐσὺ νοιώθεις, ἕνα κάτι τὶς μέσα σου, ἐκ μιᾶς ἐσωτερικῆς ἠθικῆς νὰ σοῦ φωτίζει τὸ δρόμο.
Ἀγάπησα Τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ἀγάπησα καὶ Τὴν Χώρα τοῦ πατρός μου ὡς καταγωγή, ἐκεῖ ὅπου, δὲν θὰ ἀνατέλλει ἥλιος ξανὰ, στῶν χρωμάτων τῆς, τὸ εὖρος !
Ἐκ τῆς μητρὸς ὅμως εἶχα περισσότερα “γλυκὰ” στὴ καρδιά μου, ὡς Ἀγάπη, ἐνῷ ἐκ τοῦ πατρός μου εἶχα τὴν φινέτσα στὰ χέρια τῆς κυριαρχίας στὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων, ἀφοῦ «ἄλλο» ἔδειχνα καὶ «ἄλλο» ἤμουν, ὡς τραγικὸς χαμαιλέων, κάτι ποὺ σὲ ἕνα ποσοστὸ κληρονόμησε ὁ υἱός μου, ὁ παλαιός, τὸν ὁποῖο δὲν συνάντησα ποτέ μου, ὅσο ἔζησα στὴν Ἑλλάδα.
Ναί, καί πρίν τελικά πεθάνω σὲ χώρα, ποὺ μισεῖ τὴν Ἑλλάδα καὶ ποὺ ἐκεῖ σᾶς δείχνει στὰ φτερά της ἡ Μοῖρα, Ἐν Τῇ Ὑπηρεσίᾳ «Τοῦ Ὑψίστου !», πῶς Τὸ Κάρμα Δεσμοῦ ἀποζητᾷ Ἐξιλέωση.
Ὀρθὴ παρατήρηση, τὰ τελευταῖα μόνο λόγια δὲν εἶναι δικά μου, διότι δὲν εἶμαι Ἁρμονιστῆς ΣΥΝΑρμοδιότητος παρόμοιας “Σοφίας”, ἀφοῦ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα τόσο ἔφερα στὰ νερά μου, ὡς ζωντανὸς, νὰ τολμῶ νὰ παλεύω λέγοντας καὶ κάνοντας τὸν καραγκιόζη ἐκ Τοῦ Devachan τὴ σμίλη, τί ὄφελος ἔχει διὰ ἐμέ; Κανένα.
Πιστέψτε μὲ, δὲν εἶναι ὅλα παντοῦ ρόδινα, μὲ πιλάφια καὶ χαρέμια ὡς πολλοὶ νομίζουν, καὶ ἡ δὲ Κόλαση, εἶναι σαφῶς τραγικὴ περιοχὴ, ποὺ οἱ περιγραφὲς τῶν ὅσων ἀπὸ σᾶς ἔχουν περάσει ἀπὸ ἐκεῖ ξώφαλτσα, μέσῳ ΝDE, εἶναι τό ἀντὶ τοῦ κάθε Παραδείσου, ποὺ διὰ τοὺς μὴ δυνάμενους ἐξ ὑμῶν καὶ ἠμῶν, νὰ ἔσχουν ἕνα ἥλιο στὴ μοῖρα τοὺς, «ΔΙΑφορετικό», ἔναντι τῶν παλατιῶν, ποὺ Οἱ Κάτω Κόσμοι εἶναι, ἀλλὰ σαφῶς ἡ ἐκείνης, ἡ κάθε ἀντιστοιχοῦσα τραγικότητα, ὡς διαμονὴ, βασίζεται στὴν δύστοκη λέξη ὑμῶν ποὺ λέγεται “συνέπεια”.
Ἂν λοιπὸν, τὸ “ΣΥΝΤὸ Θεϊκὸ, δὲν ἕπεται στῆς ζωῆς σοῦ τὸ μετερίζι, τότε, ἡ κάθε σοῦ ντάπια στὸν ἀόρατο Κόσμο, εἶναι ἄδεια ἀπὸ «ΣΥΝέπεια» στὸ νὰ ἕπεται τῆς μετέπειτα δυνατότητας, ὡς δικῆς σου ἐλευθερίας πρόσβασης, ποὺ ἡ ἐν ζωῇ πρὶν ὑπενδεδυμένη Εὐγνωμοσύνη Δημόσια, μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων σοῦ Ἐπένδυσε, μὲ Χρυσὰ Γράμματα στὸ Βιβλίο Τῆς Ζωῆς σου, μέσῳ ἔστω μιᾶς μικρῆς λεξούλας “εὐχαριστῶ”, ποὺ κάποιος ἄλλος, στὸν ὁποῖο ἐμέσα, ἢ ἄμεσα ἐσὺ χρώσταγες, ἀκόμα καὶ ἂν, δὲν ἔλθει ποτὲ σὲ σένα, {αὐτὸς ποὺ ἐσὺ σήμερα τοῦ ὀφείλεις, διὰ σὲ στὸ δικό σου Βιβλίο Τῆς Ζωῆς}, Ἐπένδυσε μέσα ἀπὸ τὴ καρδιά του, ὡς ἀρωγὸς αὐτοῦ στὸν ὁποῖο ἐσὺ χρωστᾷς.


Αὐτὰ εἶναι ἡ μικρή μου εἰσαγωγή. Διότι “ἄλλος”, ποὺ ἀργότερα συνάντησε τὸν γιό μου τὸν παλαιὸ, ἀλλὰ καὶ τὴν παλαιά γυναῖκα “αὐτοῦ” -cad de mon fils-, καὶ συνδεδεμένος αἰῶνες μαζί τους μέσῳ ἐνσαρκώσεων χαρᾶς θρήνου καὶ λύπης, ἔκανε κατάθεση διὰ ἐμὲ πρῶτα, [καὶ δὲν πῆγα στὸν Πνευματικὸ Θάνατό μου, στοῦ ὁποίου τὴν κατάληξη ἄξιος της ἤμουν…], ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς ὑπόλοιπους καὶ παραπάνω αὐτῶν τῶν πρωταγωνιστῶν, τῶν συμπρωταγωνιστῶν κλπ.
Ὁ γιὸς μου λοιπόν, ἦταν τὸ κρυφὸ καμάρι στὴ καρδιά μου, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἔκανα παιδιὰ, στὴν τελευταία ἐνσάρκωσή μου στὴν ζωὴ ἀνάμεσά σας. Ἀγαποῦσα τὰ ἔργα τοῦ γιοῦ μου, ποὺ ἐκτὸς ὅλης τῆς Ἀνατολῆς, σήμερα καὶ ἡ Δύση τά θαυμάζει, σὲ πολλῶν ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων στὰ ὄνειρα τους, συμβαδίζοντας μὲ ἀρχὲς Τοῦ Βουδισμοῦ.
Γιὰ τὸν πατέρα δὲ Τοῦ Βούδα, ὡς σημερινὴ ἐνσάρκωση, τί νὰ πεῖ κάνεις ! Ἔχει προσφέρει σὲ Σκεπὲς Τῶν Οὐρανῶν Τοῦ Ὑψίστου Νέα Ὅρια. Ἐνσαρκωμένος καὶ αὐτὸς, ὡς καὶ ὁ παλαιὰ γιὸς μου, σήμερα σὲ σώματα γυναικός, ἀλλὰ ὁ υἱός μου δὲν εἶναι ἔναντι τιμιότητας “Ἔντιμος”, ἀπέναντι στὰ δικά του συμβόλαια ἀνάθεσης ἐργασίας, ποὺ τά εἶχε ὑπογράψει, πρὶν ἐκεῖ ἐνσαρκωθεῖ. Κάτι ποῦ σὰν συμπεριφορὰ τὴν ἔχει ξανακάνει στὶς Σελίδες «Τοῦ Αἰωνίου, καὶ σὲ ἔργα Εἱμαρμένης αὐτὰ ὑπάρχουν, ὄχι ὡς καταγραφὲς ἀλλὰ καὶ ὡς προσδυνάμενες Αἰτίες, νὰ φέρουν Ἀρρώματα Ἀνιούσας στὶς Ἀνάγκες διατὶ ;


Διότι φέρων “Τὶς”,
τὸ ἄρρωμα Τῆς Ἀνιούσας,
μόνο τό προσφέρει.
Δὲν τοῦ ἀνήκει !
Τὴν καρδιὰ του
χρησιμοποιεῖ “ἄλλος
ὡς “Ἀγωγὸς Χρυσαγγέλλων”.
Αὐτὰ εἶναι ἀρκετά.