Ὁ
Γλάρος καὶ ὁ Ἐρχομὸς τοῦ Φωτὸς
Ὅταν
τὸ Μεγάλο Πνεῦμα ἔφτιαξε ὅλα τα
πράγματα, ἔδωσε στοὺς Πρώτους Ἀνθρώπους
δῶρα, κλεισμένα σὲ σκαλισμένα κουτιὰ
ἀπὸ κέδρο. Οἱ Πρῶτοι Ἄνθρωποι ἦταν
τὰ ζῷα, τὰ πλάσματα ποὺ ὑπῆρχαν πρὶν
ἀπὸ ἐμᾶς.
Σὲ
ἕνα κουτὶ ὑπῆρχε τὸ νερό. Καὶ ὅταν
τὸ κουτὶ ἀνοίχτηκε, ὅλο το νερὸ βγῆκε
ἔξω καὶ ἀνέβηκε στὸν οὐρανό. Ἔτσι
ἔγιναν τὰ σύννεφα. Μετά, ἔπεσε σὰν
βροχὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σχημάτισε
τὰ ποτάμια ποὺ χύθηκαν στὰ μεγάλα
κοιλώματα καὶ ἔγινε ἡ θάλασσα.
Σὲ
ἕνα ἄλλο κουτί, ἦταν ὅλα τα βουνά.
Τοποθετήθηκαν ἐκεῖ ποὺ στέκονται
ἀκόμα, μέχρι σήμερα. Σὲ ἄλλα δύο κουτιά,
ἦταν ὅλοι οἱ σπόροι τῶν φυτῶν καὶ ὁ
ἄνεμος, ποὺ φύσηξε καὶ τοὺς σκόρπισε
στὶς τέσσερις γωνιὲς τοῦ κόσμου…
Ὅλοι
οἱ Πρῶτοι Ἄνθρωποι ἄνοιξαν τὰ κουτιά
τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Γλάρο. Στὸ κουτὶ
τοῦ Γλάρου ἦταν ὅλο το φῶς τοῦ κόσμου.
Ὅμως, ὁ Γλάρος, κράταγε σφιχτὰ ἐπάνω
του τὸ κουτί, χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίγει.
Ἔτσι, τὸν πρῶτο καιρό, στὸν κόσμο
ὑπῆρχε μόνο σκοτάδι…
Τὰ
ζῷα ἄνθρωποι ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Γλάρο
νὰ ἀνοίξει τὸ κουτί, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν
δεχόταν καὶ κράταγε τὸ κουτὶ κάτω ἀπὸ
τὴ φτεροῦγα του, σφιχτά. Ἔτσι, οἱ Πρῶτοι
Ἄνθρωποι ζήτησαν τὴ βοήθεια τοῦ Κόρακα,
ποὺ ἦταν ξάδελφος τοῦ Γλάρου.
Καὶ
τί δὲν δοκίμασε ὁ Κόρακας γιὰ νὰ πείσει
τὸν Γλάρο νὰ ἀνοίξει τὸ κουτὶ μὲ τὸ
φῶς τοῦ κόσμου. Τὸν παρακάλεσε, τὸν
κολάκεψε, τὸν ἀπείλησε,.. τίποτα! Σκέφτηκε
τότε ὁ Κόρακας, νευριασμένος: “Ὁ Γλάρος
κάνει κακὸ σὲ ὅλους τους Ἀνθρώπους.
Τοῦ ἀξίζει νὰ τοῦ μπεῖ ἕνα ἀγκάθι
στὸ πόδι…
Ὅ,τι
σκεφτότανε ὁ Κόρακας, γινόταν
πραγματικότητα. Ἔτσι, ὁ Γλάρος ξαφνικὰ
ἄρχισε νὰ σκούζει ἀπὸ πόνο: “Τὸ πόδι
μου, τὸ πόδι μου, κάτι τρύπησε τὸ πόδι
μου!..”
Ὁ
Κόρακας προσφέρθηκε νὰ βοηθήσει, σὰν
νὰ μὴν ἤξερε τί εἶχε συμβεῖ. Ἔσκυψε,
λοιπόν, εἶδε τὸ ἀγκάθι, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ
τὸ τραβήξει ἔξω το ἔσπρωξε ἀκόμα πιὸ
μέσα!
“Ωχ,
Γλάρε μου, μὲ συγχωρεῖς. Δὲν βλέπω τί
κάνω. Μακάρι νὰ ὑπῆρχε φῶς, ἔστω καὶ
λίγο,.. Θὰ ἔβλεπα τί εἶναι αὐτὸ ποὺ
σὲ πονάει καὶ ὁπωσδήποτε κάτι θὰ
ἔκανα…”
Τότε,
ὁ Γλάρος ἄνοιξε λίγο το καπάκι καὶ
ἄφησε νὰ βγεῖ λίγο φῶς ἀπὸ τὸ κουτί.
Ξέφυγαν πολλὰ μόρια φωτός, ξεχύθηκαν
στὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Κόρακας ἦταν ὁ
πρῶτος ποὺ εἶδε τὰ Ἀστέρια. Καὶ ἦταν
πολὺ ὄμορφα…
Ἔσκυψε
ξανὰ ὁ Κόρακας κοντὰ στὸ πόδι τοῦ
Γλάρου καὶ ἔσπρωξε ἀκόμα πιὸ μέσα το
ἀγκάθι. Ὁ Γλάρος ἔβγαλε δυνατὴ κραυγὴ
ἀπὸ τὸν πόνο κλαίγοντας…
“Με
συγχωρεῖς, δὲν ὑπάρχει ἀρκετὸ φῶς.
Ἄνοιξε ἀκόμα λίγο το κουτί!” εἶπε ὁ
Κόρακας.
Ὁ
Γλάρος σήκωσε λίγο ἀκόμα τὸ καπάκι,
ἔτσι ὥστε νὰ βγεῖ ἕνα ἀμυδρὸ φῶς,
τὸ ὁποῖο ὑψώθηκε στὸν οὐρανό. Ὁ
Κόρακας ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ εἶδε τὸ
Φεγγάρι. Καὶ ἦταν πολὺ ὄμορφο…
Ὁ
Κόρακας ἔσκυψε ξανὰ καὶ ἔσπρωξε πιὸ
βαθειά το ἀγκάθι μέσα στὸ πόδι τοῦ
Γλάρου. Ὁ Γλάρος ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ
κραυγή, ἄνοιξε καὶ τὰ δύο φτερά του
καὶ τὸ κουτὶ ἔπεσε κάτω. Τὸ καπάκι
ἄνοιξε καὶ μέσα ἀπὸ τὸ κουτὶ βγῆκε
μιὰ τεράστια μπάλα ἀπὸ φωτιὰ ἡ ὁποία
τινάχτηκε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Ὁ Κόρακας
δὲν μποροῦσε νὰ κοιτάξει αὐτὸ τὸ
τόσο δυνατὸ φῶς, δὲν μποροῦσε νὰ
κοιτάξει …τὸν Ἥλιο! Μπόρεσε ὅμως νὰ
δεῖ καθαρὰ καὶ νὰ βγάλει τὸ ἀγκάθι
ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ Γλάρου…
Ὁ
Γλάρος τότε κατάλαβε ὅτι ἡ ἀπροθυμία
του νὰ δώσει αὐτὸ ποὺ κατεῖχε, τοῦ
ἔφερνε πόνο. Μόνο ὅταν δίνεις χωρὶς
ἐνδοιασμούς, φεύγει ὁ πόνος καὶ ἀνοίγει
ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Ἂν
πᾶς ποτὲ στὰ μέρη ποὺ ζεῖ ὁ Γλάρος,
θὰ δεῖς ὅτι μερικὲς φορὲς τὸ πουλὶ
σηκώνει τὸ ἕνα του πόδι καὶ στέκεται
στὸ ἄλλο. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς
ὅτι ὁ πόνος ἀπὸ τὸ ἀγκάθι δὲν ἔχει
ξεχαστεῖ…
Τὴν
ἱστορία αὐτή, τὴ διηγοῦνται οἱ Ἰνδιάνοι
Νούτκα ποὺ ζοῦν στὸ Βανκοῦβερ τοῦ
Καναδᾶ.
Καὶ
οἱ δυὸ Ἱστορίες Εἶναι Σοφές, ἔχετε
γνωρίσει τὴν μιὰ ἱστορία,
καὶ θὰ γνωρίσετε
τὴν ἄλλη στὸ τέλος τῆς μικρῆς μου
σημερινῆς ὁμιλίας, ναὶ εἶμαι ἕνα
κοράκι, πτηνὸ χαμηλῶν τόνων διὰ
πολλοὺς μὴ μελῳδικὸ
διὰ ἄλλους, μὴ
ὄμορφο διὰ τόσους...
Ὅμως
ὡς ἐσὰς ἔτσι καὶ μένα Θεὸς μὲ
ἔπλασε Αὐτὸς ποὺ
πλάθει τὰ Πάντα
καὶ Ἅπαντα Αὐτὸν Ὑμνοῦν.
Αὐτὸς
εἶναι ὁ λόγος τῆς Φύσης τῆς Ἄφιξής
μου καὶ σᾶς εἶπα πρὶν ὅτι δὲν εἶμαι
τοῦ Κόσμου σας, οὔτε ρυπαρὸς εἶμαι
σᾶς εἶπαν, οὔτε κάτι ἄλλο φύσης
ἰδιαιτέρας καὶ ἀπεχθοῦς διὰ
πολλοὺς καὶ αὐτή.
Ἀλλὰ
ἀκόμα καὶ μιὰ μὴ
συμπαθὴς στὴν ὄψη κατσαρίδα ἔχει τὴν
χρησιμότητά της, ὅταν ἐντὸς αὐτῆς ὡς
θὰ δεῖτε σὲ
ἄλλο μήνυμα ἤδη δοθὲν
καὶ δημοσιευθέν, ἡ τάξη τῶν πολιτικῶν
σᾶς ἐνσαρκώνεται ἐδῶ καὶ χρόνια μετὰ
τὴν ἀπενσάρκωσή τους
καὶ μετὰ τὸ δεύτερο
θάνατό τους, αὐτὴ εἶναι Ἡ Σοφία Τοῦ
Ὑψίστου, ἐσὺ καημένε μου ποὺ ἔφαγες
κόσμο Τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ
συμπεριφορά σου θὰ εἶσαι
ὁ πιὸ σιχαμερὸς ὅλων καὶ θὰ ζεῖς
σὲ βόθρους.
Αὐτὴ
εἶναι ἡ Ἔννοια Τῆς Μετεμψύχωσης διὰ
τὶς Ψυχὲς ποὺ μόνο
ἐντὸς Ἐγὼ ζοῦσαν χωρὶς νὰ πᾶνε
ἀπὸ ἀνώτερο σὲ κατώτερο, οὔτε στὸ ἐλάχιστο ὑπὲρ τοῦ ὁποιαδήποτε
ἄλλου ὄντος, ἔχοντος χρεία τὴν μικρὴ
ἀνάγκη τῆς προσφορᾶς .
Ναὶ
σοφὰ λένε πολλοὶ
“Ἔχει Ὁ Θεός !”
!!!
Συμφωνῶ
καὶ ἐπαυξάνω, ἐσὺ δὲν ἔχεις φῶς στὸ
κουτί σου... καὶ τὸ κουτί σου εἶναι δῶρο
Θεοῦ δοσμένο γιὰ ὅλους
: εἶναι τὸ
καντηλάκι σου.
Ἂν λοιπὸν ἀνοίξεις τὸ καντῆλι σου
γιὰ νὰ δοῦμε
τί θὰ βγεῖ ἀπὸ
μέσα ;
Ἡ
παρουσία τῆς δράσης μου θὰ εἶναι
ΣΥΝΑρωγός
στὴ Σοφία Δράσης Τοῦ Κισμὲτ ἔτσι ὥστε
ὅλα τά κουτιὰ μὲ
τὰ καλούδια
ἀπὸ τὰ καντήλια
σας νὰ βγοῦν πρὸς
τὰ ἔξω καὶ νὰ
ἀντικρίσετε ἐν Τῇ
Ἀληθεῖᾳ Τῆς ΣΥΝΑλήθειας Τοῦ Ἐπέκεινα,
Τοῦ Devachan, Τῶν Κάτω Κόσμων καὶ Τῆς
Κόλασης στὸ πῶς ΕΚΕΙΝΟΙ
συνέχεια σᾶς βλέπουν. Διότι Ὡς Ἐκεῖνοι
σᾶς Βλέπουν ἔτσι Σᾶς Βλέπει Πρῶτος
πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς Ὁ Θεός.
H
Δεύτερη Ἱστορία ἀφορᾷ πολλοὺς ἀπὸ
ἐσάς... δὲν εἶναι ἴδια μὲ τὴ
πρώτη, ἀλλὰ διαβάζεται
ΔΙΑφορετικά ἀπὸ τὴ πρώτη.
Συμφώνησε
Τὸ
Μεγάλο Πνεῦμα,
ἐπειδὴ τὸ ἐνδιάμεσο ζήτησε στὸ Μεγάλο
Πνεῦμα αὐτό, τὸ νὰ μὴν
ἐξηγηθεῖ σήμερα, ἀλλὰ ἡ
ἐξήγηση νὰ δοθεῖ
ὅταν οἱ συντελεστὲς οἱ ἀντίστοιχοί
της Ἱστορίας δύνανται νὰ βλέπουν
καὶ τὰ ἔργα, ἀλλὰ καὶ
τὰ λόγια
τῆς Ἱστορίας σὰν διδαρχῆ καὶ διδαχὴ
ζωντανὰ δίπλα
τους.
Κόρακας
Ἐπισκέπτης Κόσμου...
24/8/2014
Προσευχόμασταν
νὰ μᾶς
Φωτίσει Ὁ Ὕψιστος νὰ
ἀντιληφθοῦμε
Τὸ καλύτερο τρόπο ὑπηρεσίας, καὶ ἔτσι
λέγαμε ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι διὰ
δημοσίευση,
ὅμως πρὶν πᾶμε γιὰ ὕπνο
εἴχαμε μιὰ συζήτηση
μὲ τὸν
Κόρακα ποὺ μᾶς κατέπληξε ἡ Εἰλικρίνειά
του στὴν ΔΙΑθεση Θυσίας τῶν ἐγὼ μέσῳ
τῆς Ὑπηρεσίας Ἐν Τῇ Σιωπῇ.
Ἔτσι
δὲν θὰ ὑπάρξει
συνέχεια στὴν ἀνάλυση τοῦ διὰ
τὸ
παραπάνω μήνυμα.
Ἃς
μᾶς δίνει δύναμη καὶ κουράγιο τὸ θάρρος
του, καὶ ἃς τὸν Εὐλογεῖ Ὁ Ὕψιστος.
Σ.Α.
25/8/2014