εἴδατε πρόσφατα ὁρισμένοι ἀπὸ ἐσάς, κρίσεις καὶ ἐπικρίσεις, νὰ ὁρίζονται ὡς ῥήματα τοῦ λόγου, ἀλλὰ νά ἀναρωτιέστε {ἂν καὶ κατὰ πόσον εἶναι πιθανὸν} καὶ νά μὴν εἶναι τμῆμα τοῦ. καὶ ἀκολουθώντας αὐτὴν τὴν ἔννοια τοῦ νοῦ σᾶς {ἡ κάθε μία σκέψις σᾶς}, ἄρχισε νά ἀναζητεῖ τὸ κλειδί τῆς, πού {δὲν “σὺν~ἀθλεῖται” πλέον, ἀλλὰ} μηδὲ εἶναι αὐτεξούσιο, καὶ εἰς τὸ νὰ ὀνοματίζει τὴν προσφορὰ ὡς μή “σύν~ ὑπηρεσία”. σαφές ἐστί {ὡς ὑπὲρ τοῦ δέοντος ἐξ ἀνάγκης ὡς δήλειο}, ὅτι ποτέ της καὶ δὲν ἦταν δυνάμενη, εἰς κάθε τί πλέον {ὡς ὄνομα} αὐταποδείκτως νὰ τοῦ καθορίζει ἐνσάρκωσης δίαυλο. τότε ἡ μετενσάρκωσίς του, ποιὰ σχέσιν τῆς παρουσιάζει εἰς τὴν ἀνάγκη, ὡς ἐπίρρημα ; οὐδεμία. ἰδοὺ τὸ μονοπάτι τῆς μηδενικῆς συνοχῆς, ποὺ νοιώσατε μόνο ἐλάχιστοι, νὰ ἔχει πάντα σημαξία ὡς μέλος τῆς αἰωνιότητος. 4 :45 π.μ. 25 4 2023.
«ἔτσι ὅταν τοὺς ἔλεγε πᾶσα ἀλήθεια, πῶς νὰ μπορέσουν νὰ τὴν ἀντιληφθοῦν καὶ νὰ τῆς εἶναι ἀρεστοὶ διὰ νὰ τὴν καταλάβουν ;»
«ἐξ ὁρισμοῦ ἀπὸ κάθε πλέον ἀνάγκη, τότε {καθῶς καὶ σήμερα πάλι} καὶ δὲν μποροῦσαν.»
«διὰ αὐτὸ μόνο εἰς ἡμέρα Κυριακὴ ἀνεγνώρισαν δύο {ὀδηγώντας εἰς προκαθορισμένη πορεία τοῦ ἡμερήσιου ραντεβοὺ τους (μὲ τὴν παλαιὰν καὶ νῦν σήμερα πολλῶν γνωστὴ, ὡς Μόνη τῆς Λίζας)}, μίαν ἄλλην ψυχὴν, {ποῦ ὡς γυνὴ πλέον μετενσαρκωθεῖσα “παλαιὰ ψυχὴ”} νὰ εἶναι ἐκείνη ἀπὸ πλευρᾶς τῆς, εἰς τὸ ὅριο τοῦ δρόμου τῆς πλέον δυνάμενη, ὡς ὑπὲρ τοῦ δέοντως ἱκανὴ, ποῦ ὡς κάρμα της, αὐτὴ μόνη ἡ ἀνάγκη της, πού εἰς τὸ ἡμέρας μονοπάτι της, κουβαλοῦσε τὸ κεφαλάρι, ἀπὸ τὸν παλαιὸν κράββατόν της.»
τέλος λήψης : 5 :16 π.μ.
25 ~ 4 ~ 2023