Γράμμα
ἀπὸ
«
Τὸ Ὑπὲρ
~ Πέραν »,
τῆς
23/5/2018.
Ὅταν
πῆγα ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ λόφου
ξαφνιάστηκα ! Εἰς τὸ λίγο πρὶν ἐπίσης,
ἀφήκω τὴ ψυχή μου, στὰ χέρια τοῦ
περαματάρη μου βοηθοῦ !
Εκεῖ
ἔχασα τὴ φωνή μου,
μπροστὰ
εἰς Τὸ
Κάλλος,
καὶ
εἰς Τὴν
Ὀμορφιὰ
Τῆς
Παναγίας
καὶ
Τοῦ
Χριστοῦ…
Εἰλικρινὰ,
ἕναν ἄσχημο γέροντα, ὡσὰν
καὶ ἐμένα, εἰς τὴν φτώχειαν τῆς καρδιᾶς
μου, τί τιμὴ, Νὰ
μὲ
Περιμένουν Ὁ
Χριστὸς καὶ
Ἡ Παναγιὰ
μᾶς μαζύ…
Θὰ
πεῖτε, ὅτι αὐτὸς ποῦ μὲ
ἀκούει, δὲν
ξεύρει τί ἀκούει, σύμφωνοι, ἔχετε
δίκαιον εἰς τὸν λογισμὸν σᾶς, τὸν
ἀνθρώπινό σας ! Ἀλλὰ,
ἐσεῖς καί τοῦ λόγου σᾶς, εἰς τὸ ἔμπα
Τοῦ Ἄχρονου Χώρου, ὅταν φτάσετε, νὰ
δοῦμε τί θὰ
δεῖτε, διότι τὸ ΧρΟΝόχρΟΝο
Τοῦ Λυκαυγοῦς ἔχει φάει τὰ
ψωμιά του, εἰς τὸ δικό του «ἐτετέλεστο»,
καὶ περαματάρηδες δὲν
περιμένουν πιὰ
κανέναν σᾶς, ἂν φτάσετε στὸ κατῶφλι
τοῦ ἀΞιοτόκου
θανάτου.
Ὁ
Γέρος.
23/5/2018